- ίσθμιος
- -α, -ο (Α ἴσθμιος, -ία, -ιον, θηλ. και ίσθμιος [ισθμός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό τής Κορίνθου, ισθμικόςαρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά)αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό τής Κορίνθου2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴσθμιατα μέρη που βρίσκονται στον λαιμό ή στον τράχηλο3. το ουδ. ως ουσ. τό ἴσθμιονα) καθετί που ανήκει στον λαιμό ή στον τράχηλο, το περιδέραιο β) ο λαιμός τού αμφορέαγ) στόμιο πηγαδιούδ) μέρος τού μαχαιριού, πιθ. η λαβήδ) κατά τον Ησύχ. στενή λωρίδα ξηράς μεταξύ δύο θαλασσών, ισθμόςε) είδος φιάλης τών Κυπρίων με στενό λαιμό και ευρεία βάση.
Dictionary of Greek. 2013.